καπάκωμα

καπάκωμα
το [καπακώνω]
1. η κάλυψη με καπάκι
2. η συγκάλυψη, η απόκρυψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καπάκωμα — το 1. κάλυψη με καπάκι: Το καπάκι αυτό χρησιμεύει για το καπάκωμα αυτού του τέντζερη. 2. συγκάλυψη, απόκρυψη: Η υπόθεση αυτή έφαγε γερό καπάκωμα και κανένας δε μιλάει πια γι αυτήν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τάπωμα — το, ατος 1. το βούλωμα με τάπα, το καπάκωμα: Η δουλειά του είναι το τάπωμα των βαρελιών. 2. η τάπα, το πώμα: Βάλε τάπωμα στο μπουκάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”